«Εμείς πήγαμε την μητέρα μου στο γηροκομείο και πέσαμε μέσα στην εποχή του κορονοϊού, στις αρχές Μαρτίου. Μετά από πέντε ημέρες μας είπαν ότι δεν μπορούμε να την δούμε», είπε στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων του ΑΝΤ1, ο Δημήτρης Παρδαλάκης, ο οποίος είχε τη μητέρα του στο γηροκομείο στα Χανιά, που βρίσκεται στο επίκεντρο της έρευνας για κακομεταχείριση ηλικιωμένων και για δεκάδες «περίεργους θανάτους».
Oπως είπε ο κ. Παρδαλάκης, από τις πρώτες ημέρες είχε παραξενευτεί από την αντιμετώπιση από πλευράς γηροκομείου, ενώ ερωτηθείς εάν της χορηγούσαν ηρεμιστικά ή άλλα φάρμακα απάντησε «έβλεπα φοβία, αυτό έβλεπα στην μητέρα μου. Έβλεπα ότι μιλούσε πολύ αργά, ενώ είχε πλήρη διαύγεια».
Όπως περιγράφει, «λόγω δουλειάς έπαιρνα τηλέφωνο πολύ αργά, στις 19:00, στις 18:30. Μου έλεγαν συνέχεια ότι “κοιμάται”. Την τρίτη ημέρα απαίτησα να μου την δώσουν στο τηλέφωνο την μητέρα μου. Πήγαν την ξύπνησαν, δεν ξέρω τι έκαναν. Σχεδόν δεν με αναγνώρισε στο τηλέφωνο. Αμέσως έφυγα και πήγα νύχτα στο γηροκομείο, μπήκα και με τον “τσαμπουκά” που λένε και την είδα. Πήγα Παρασκευή και είπα την Δευτέρα θα την έχετε έτοιμη να την πάρω. Μου είπαν πως είχε και “κατάκλιση”, η οποία ήταν μια μεγάλη πληγή που μας ταλαιπωρεί ακόμη».
Συμπλήρωσε ότι «της είχαν δώσει και φάρμακα που δεν τα είχε πάρει ποτέ στην ζωή της, όπως είδαμε και μέσω του ΑΜΚΑ της, εκ των υστέρων. Κάναμε εξετάσεις, αφού βγήκε από εκεί και βρήκαμε ότι είχε πλήρη ασιτία και πλήρη αφυδάτωση».
Ο κ. Παρδαλάκης είπε ότι μέχρι τώρα δεν έχει καταθέσει στο πλαίσιο της έρευνας που γίνεται για το γηροκομείο, αλλά όπως είπε θα πάει να καταθέσει αφού «όποιος έχει τους γονείς του εκεί ή τα αδέλφια του, θέλει να περνάνε καλά.»